αποκέντρωση

αποκέντρωση
Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και υπηρεσίες επιτρέπει την άμεση επαφή μεταξύ διοικούντων και διοικούμενων, διευκολύνει την κατανόηση των τοπικών προβλημάτων, επιταχύνει την επίλυσή τους και τονώνει γενικά τη ζωή της επαρχίας. Η α. δημιουργεί πολλαπλούς πόλους έλξης αντί του μονομερούς ρεύματος προς την πολιτική πρωτεύουσα, της οποίας η υπερβολική διόγκωση αποτελεί νοσηρό φαινόμενο της σύγχρονης εποχής. Όλα τα κράτη προσπαθούν σήμερα να ενισχύσουν την α. Τα μέσα που χρησιμοποιούν για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι ποικίλα. Πολλές φορές, η α. γίνεται κατά υπηρεσίες ή ως προς ορισμένα συγκεκριμένα θέματα και πραγματοποιείται είτε άμεσα, με τη μετακίνηση υπηρεσιών ενός υπουργείου σε επαρχιακά κέντρα (π.χ. συγκοινωνιών, δημοσίων έργων κλπ., με ταυτόχρονη εξουσιοδότηση οριστικής από μέρους τους ρύθμισης ορισμένων θεμάτων χωρίς την ανάγκη προσφυγής στις κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου), είτε έμμεσα, με τη δημιουργία αυτόνομων οργανισμών στο κέντρο, οι οποίοι με τη σειρά τους λειτουργούν αποκεντρωτικά (π.χ. συνεργασία του υπουργείου Γεωργίας με την Αγροτική Τράπεζα και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς κλπ.). Αποφασιστικότερη όμως σημασία έχει η συστηματική και συνολική κατά κάποιον τρόπο α. της εξουσίας με τη δημιουργία ευρύτερων διοικητικών μονάδων σε όλη τη χώρα, στα πλαίσια των οποίων μπορεί να λαμβάνονται αποφάσεις για όλα τα τρέχοντα θέματα της περιφέρειας, εκτός από όσα για λόγους ασφαλείας ή από την ιδιαίτερη φύση τους, απαιτούν την άμεση επέμβαση της κεντρικής εξουσίας. Οι διοικητικές αυτές μονάδες μπορούν να είναι στενότερες ή ευρύτερες (νομαρχίες, γενικές διοικήσεις, περιφέρειες), να συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο με την τοπική αυτοδιοίκηση ή και να πραγματοποιούν έως ένα σημείο το ευρύτερο φαινόμενο της αυτονομίας, όπως εκδηλώνεται στο ομοσπονδιακό κράτος. Γενικά, όμως, o όρος α. δεν χρησιμοποιείται στα ομοσπονδιακά αλλά στα ενιαία κράτη, στα οποία καταβάλλεται προσπάθεια να μειωθεί με διοικητική α. ο άκαμπτος συγκεντρωτισμός. Η διοικητική α. συνδυάζεται άλλωστε σήμερα με την οικονομική α. και την περιφερειακή ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η διοικητική α. αποτελεί διαρκή επιδίωξη από την εποχή της Επανάστασης του 1821. Πριν από την Επανάσταση, η οθωμανική διοίκηση στηριζόταν σε έναν αρκετά πολύπλοκο διοικητικό μηχανισμό: εγιαλέτια(μεγάλες διοικήσεις), σαντζάκια (σε φεουδαρχικές βάσεις), καζάδες (δικαστικές περιφέρειες) και δημογεροντίες (αυτοδιοικούμενες τοπικές μονάδες με συμμετοχή χριστιανών και μουσουλμάνων). Η εφαρμογή αυτού του συστήματος είχε ευνοήσει τη δημιουργία έντονου τοπικισμού, στον οποίο η Επανάσταση αντέταξε την ιδέα του ενιαίου και αδιαίρετου κράτους, με ομοιόμορφη και ιεραρχημένη διοικητική διαίρεση. Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζεται στα επαναστατικά συντάγματα (Τροιζήνας, άρθρα 2-3· πολιτικό σύνταγμα 1832, άρθρα 1-3), διαφαίνεται όμως σε αυτά η τάση για επιδίωξη αρμονικού συνδυασμού διοικητικής συγκέντρωσης και τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα συντάγματα του 1844 και των ετών 1864-1911 δεν αναφέρονται στην α. και στην αυτοδιοίκηση. Η ιδέα της α. περιλαμβάνεται προγραμματικά στο σύνταγμα του 1927, του οποίου το άρθρο 108 ορίζει: «Η διοίκηση του Κράτους οργανούται κατά σύστημα αποκεντρωτικόν, εις τρόπον ώστε η κρατική εξουσία να είναι όσον το δυνατόν περισσότερο προσιτή εις τους πολίτας και να λύωνται τα αφορώντα την διοίκησιν ζητήματα το ταχύτερον και επί τη βάσει αμεσωτέρας αντιλήψεως των αφορωσών αυτήν γενικών συνθηκών. Αι κεντρικαί υπηρεσίαι έχουν μόνον την γενικήν διεύθυνσιν και εποπτείαν». Με ανάλογο πνεύμα αντιμετώπισαν το θέμα της α. και τα μεταγενέστερα συντάγματα (άρθρα 101 και 102 του συντάγματος 1986). Οι διάφορες κυβερνήσεις διατύπωσαν σχέδια διοικητικής ανακατανομής της χώρας σε νέες βάσεις. Με τον όρο οικονομική α. νοείται το σύνολο των μέτρων που παίρνει και εφαρμόζει το σύγχρονο κράτος για να πετύχει την οικονομική και ιδιαίτερα τη βιομηχανική αποσυμφόρηση ορισμένων περιοχών και κυρίως της πρωτεύουσας, κατανέμοντας τα κέντρα εργασίας και οικονομικής γενικά δραστηριότητας κατά τρόπο που να εξυπηρετεί την ισόρροπη ανάπτυξη των διαφόρων περιοχών της επικράτειας. Η οικονομική α. είναι πολλές φορές συνάρτηση της διοικητικής.
* * *
η
κατανομή των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι περισσότερες απ' αυτές που έχουν εντοπισμένη σημασία να ασκούνται από περιφερειακά καί όχι από κεντρικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου (πρβλ. αγγλ. decentralization
γαλλ. decentralisation
γερμ. Dezentralisation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκέντρωση — η η παροχή σε μιαν υπηρεσία κάποιας ανεξαρτησίας από το κέντρο: Η αποκέντρωση των δημόσιων υπηρεσιών θα τις βοηθήσει να λειτουργήσουν αποδοτικότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αποκεντρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αποκέντρωση, αυτός που συντελεί στην αποκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκεντρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • αποσυγκεντρώνω — 1. κάνω αποκέντρωση 2. διαχωρίζω πρόσωπα ή πράγματα συγκεντρωμένα …   Dictionary of Greek

  • γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”